Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθήνας, με δύο σημαντικές αποφάσεις του μέχρι σήμερα για τα ελληνικά δεδομένα στο πλαίσιο εφαρμογής του οικογενειακού δικαίου, τις υπ’ αριθμ. 60/2017 και 7121/2017, αποφάσισε την εναλλαγή των γονέων στην επιμέλεια των τέκνων τους ανά μήνα.
Συγκεκριμένα η πρώτη χρονικά απόφαση, ακολουθώντας την διεθνή πρακτική, υποστηρίζει ότι: κατοχυρώνεται μια καλύτερη ισορροπία ανάμεσα στους γονείς, στη φροντίδα και ανατροφή των τέκνων, προσφέροντας στον ανήλικο τη δυνατότητα να διαβιεί στην καθημερινή του ζωή τόσο με τον πατέρα όσο και τη μητέρα. Το παιδί έχει δύο λειτουργικά σπίτια, την πατρική και μητρική του κατοικία. Ενθαρρύνεται έτσι η ισόρροπη επαφή του παιδιού και με τους δύο γονείς. Επιπλέον σημειώνεται ότι η κοινωνία έχει αλλάξει, η γυναίκα λόγω της επαγγελματικής της απασχόλησης βρίσκεται πλέον σε δυσκολία να φροντίσει μόνη της τα τέκνα, ενώ η σχέση των πατέρων με τα τέκνα τους δεν είναι η ίδια με αυτή που επικρατούσε παλαιότερα. Επιπλέον έχει παρατηρηθεί ότι δύο σαββατοκύριακα εναλλάξ το μήνα, δεν επιτρέπουν στον γονέα που δεν διαμένει με το τέκνο να ασκήσει μια πραγματική επιρροή στην ανατροφή των τέκνων του. Η θεματική δεν πρέπει να περιοριστεί μόνο σε νομικό επίπεδο, αλλά πρέπει να συμπεριλάβει και τις επιστημονικές ανακαλύψεις στους τομείς της ιατρικής και της ψυχολογίας.
Επισημαίνεται ότι από τις νεότερες ιατρικές και ψυχολογικές έρευνες δεν προκύπτει κανένα αρνητικό αποτέλεσμα από την κοινή ανατροφή, που μοιράζεται ισομερώς μεταξύ δύο σπιτιών. Αντίθετα, η ύπαρξη της διπλής κατοικίας θεωρείται ευεργετική και απαραίτητη για την προστασία της ισόρροπης ανάπτυξης του παιδιού. Τα παιδιά που ζουν εναλλάξ και με τους δύο γονείς με ίση κατανομή του χρόνου, ανέφεραν υψηλότερα επίπεδα ικανοποίησης από τη ζωή τους από εκείνα που υπάγονται σε άλλη ρύθμιση για χωρισμένες οικογένειες (Bjarnason/Arnarsson (2011), Joint physical custody and communication with parents: A cross – national study of children in 36 western countries, Journal of Comparative Family Studies, 42, σ. 871-890· Bauserman (2002), Child adjustment in joint-custody versus sole-custody arrangements: a meta analytic review, Journal of Family Psychology, 16, σ. 91-102).
Την αρχή της εναλλασσόμενης κατοικίας (shared residence) και μετά τη διάσταση, εισηγείται και το Συμβούλιο της Ευρώπης με το υπ’ αρ. 2079/2.10.2015 ψήφισμά του, με το οποίο προσκαλεί τα κράτη μέλη να την εισαγάγουν στη νομοθεσία τους, αποκλείοντας την εφαρμογή της σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, κακοποίησης του παιδιού και αδιαφορίας, που δημιουργούν κινδύνους για τη σωματική και ψυχική υγεία του τέκνου. Αυτό το ψήφισμα, στηρίχθηκε σε μετα – ανάλυση πολυάριθμων διεθνών μελετών (Nielsen (2014), Shared physical custody: Summary of 40 studies on outcomes for children, Journal of Divorce & Remarriage, 55, 613-635), που κατέδειξαν τα οφέλη από την εναλλασσόμενη κατοικία και τις αρνητικές επιπτώσεις που προέρχονται από την αποκλειστική επιμέλεια, στην οποία ο χρόνος συναναστροφής του παιδιού με το λιγότερο ευνοημένο γονέα είναι κάτω του 33%.
Περαιτέρω, ο χωρισμός δεν είναι καθαυτός δείκτης της έλλειψης γονικής ικανότητας, και η υπαιτιότητα του ενός ή του άλλου γονέα για το διαζύγιο ή τη διακοπή της συμβίωσης δεν ασκεί επιρροή στην άσκηση της γονικής μέριμνας. Η καταλληλότητα του ενός γονέα να αναλάβει την άσκηση της επιμέλειας δεν αποτελεί ταυτόχρονα και ένδειξη ακαταλληλότητας του άλλου (Μιχαλακάκου, Η κακή άσκηση της γονικής μέριμνας κατά τη νομολογία, 2015, σ. 40). Αμφότεροι κατά τεκμήριο είναι ικανοί στο γονεϊκό ρόλο και το ανήλικο έχει το δικαίωμα να διατηρεί μια ισορροπημένη σχέση και με τους δυο γονείς. Ιδανική λύση είναι η διατήρηση της συμμετοχής και η ενεργητική παρουσία και των δυο γονέων στην ανατροφή του παιδιού, γιατί το τελευταίο δεν χρειάζεται μόνο τον καλύτερο από αυτούς (Δεμερτζής, Η ουσιαστική και δικονομική αναγκαία μεταρρύθμιση της επιμέλειας, Δ 2008.140 επ.).
Εξάλλου σημαντικό κριτήριο για την εξειδίκευση του συμφέροντος του ανηλίκου αποτελεί η προσωπική του γνώμη, η αναζήτηση της οποίας εξαρτάται από την ωριμότητα αυτού, η οποία προϋποθέτει κάποια ηλικία και πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται πριν από κάθε απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα (άρθρο 1511 § 3 ΑΚ), χωρίς όμως να είναι δεσμευτική. Ως ωριμότητα του τέκνου είναι η ικανότητα να αντιληφθεί το συμφέρον του (ΑΠ 201/2010 ΝοΒ 2010.174∙ ΑΠ 1316/2009 ΝοΒ 2010.162∙ Λαδογιάννης σε Απ. Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ ΙΙ, 2013, σ. 869, αρ. 8). Η ηλικία από μόνη της δεν είναι ενδεικτική της ωριμότητας (ΑΠ 561/2003 ΝοΒ 2004.23). Η γνώμη του ανηλίκου δεν αποτελεί ίδιο αποδεικτικό μέσο ούτε πρέπει να εξομοιώνεται με μαρτυρική κατάθεση και δεν έχει ως σκοπό την απόκτηση αποδεικτικών στοιχείων. Αντίθετα η ακρόαση πρέπει να αποσκοπεί στην ανάπτυξη από το παιδί, των σκέψεων, αισθημάτων, αναγκών και επιθυμιών του, που θα αποτελέσουν ένα οδηγό για την κρίση του δικαστηρίου και θα συνεκτιμηθούν με τα υπόλοιπα στοιχεία (Σκορίνη – Παπαρρηγοπούλου, Η ευρωπαϊκή Σύμβαση για την ανάπτυξη των δικαιωμάτων των παιδιών νόμος 2502/1997. Παρουσίαση των βασικών της σημείων και της σημασίας της στο ισχύον ελληνικό δίκαιο, ΕλλΔνη 2003. 326).
Ο Σύλλογος «Συνεπιμέλεια» έκανε λόγο για «ένα αναμφισβήτητα σημαντικό βήμα στην κατεύθυνση της κοινής επιμελείας και του ίσου χρόνου του παιδιού και με τους δυο γονείς του». Σε σχετική ανακοίνωση αναφέρει, μεταξύ άλλων: «Παρά τις δυσκολίες ενός νομολογιακού εθίμου που θέλει “την επιμέλεια στη μητέρα” χρησιμοποιώντας για δικαιολογία το αντιεπιστημονικό δόγμα της βιοκοινωνικής υπεροχής της μητέρας, τη θεωρία της σύγκρουσης των γονέων που πρώτο την προκαλεί το δικαστήριο, τη θεωρία της προσαρμογής και του ισχυρού ψυχικού δεσμού που δημιουργήθηκε μεταξύ μητέρας παιδιού αγνοώντας το ότι για τη δημιουργία του καταστράφηκε με δικαστική απόφαση ο ισχυρός ψυχικός δεσμός πατέρα παιδιού και τέλος μια επιλεκτική εφαρμογή των νόμων και της δικονομίας ώστε να δικαιολογείται η κακοποιητική συμπεριφορά προς τα παιδιά και τους πατέρες τους». «Η λύση που βρίσκεται πια στα χέρια της δικαιοσύνης και των φωτισμένων δικαστικών λειτουργών θα προσανατολίσει τις υποθέσεις ανατροφής παιδιών σε μία φιλική δικαιοσύνη, χωρίς αντιδικία, με δικαστική μεσολάβηση, λιγότερες εντάσεις, περισσότερες συμφωνίες, όπου κερδισμένοι θα είναι όλοι: παιδί, μητέρα, πατέρας, δικαστές και δικηγόροι, η κοινωνία στο σύνολό της».