Εκείνος που καταδικάστηκε και ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος έχουν δικαίωμα να ασκήσουν έφεση εφόσον έχει επιβληθεί ένα κατώτερο όριο ποινής που προβλέπει ο νόμος και αναλυτικά:
α) κατά της απόφασης του πταισματοδικείου, αν με αυτήν ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε κράτηση περισσότερο από σαράντα (40) ημέρες ή σε πρόστιμο πάνω από χίλια (1.000) ευρώ,
β) κατά της απόφασης του μονομελούς πλημμελειοδικείου αν με αυτήν καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε φυλάκιση πάνω από τρεις (3) μήνες ή σε χρηματική ποινή πάνω από δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ,
γ) κατά της απόφασης του τριμελούς πλημμελειοδικείου και της απόφασης του εφετείου για πλημμελήματα αν με αυτή καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε ποινή φυλάκισης πάνω από πέντε (5) μήνες ή σε χρηματική ποινή πάνω από τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ,
Κατά των άνω αποφάσεων του μονομελούς και του τριμελούς πλημμελειοδικείου επιτρέπεται επίσης έφεση, όταν η ποινή προβλέπει οποιαδήποτε στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ή έκπτωση από δημόσια δημοτική ή κοινοτική υπηρεσία ή ανικανότητα διορισμού σε αυτήν ή σε ποινή που συνεπάγεται την έκτιση άλλης ποινής φυλάκισης που είχε ανασταλεί και είναι μεγαλύτερη από πέντε (5) μήνες,
δ) Για ανήλικους σε αποφάσεις του μονομελούς και τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων, αν ο ανήλικος καταδικάστηκε σε περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, ή επιβλήθηκαν σε αυτόν αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα και αν κατά την τέλεση της πράξης είχε συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο (15ο) έτος, δικάστηκε όμως μετά τη συμπλήρωση του δέκατου όγδοου (18ου) έτους της ηλικίας του, καταδικάστηκε σε ποινή στερητική της ελευθερίας,
ε) Σε κακουργιοδικεία εφόσον η απόφαση του μεικτού ορκωτού δικαστηρίου ή του τριμελούς ή μονομελούς εφετείου με την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε ποινή στερητική της ελευθερίας διάρκειας τουλάχιστον τριών (3) ετών για κακούργημα ή τουλάχιστον δύο (2) ετών για πλημμέλημα (σε περίπτωση που δικάζεται και πλημμέλημα, λόγω συνάφειας).
Προσοχή επίσης στις περιπτώσεις όπου μία ποινή φυλάκισης να είναι κάτω από τα παραπάνω όρια της έφεσης, ωστόσο, μετά τη μετατροπή της σε χρήμα, το χρηματικό ποσόν που έχει προκύψει να δικαιολογεί έφεση.
Σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων, η δυνατότητα για έφεση, κρίνεται από τη συνολική ποινή, που επιβλήθηκε και όχι από τις επιμέρους ποινές. Εξάλλου η έφεση επεκτείνεται σε όλα τα συναφή εγκλήματα, ακόμα και αν επιτρέπεται για ένα μόνον από αυτά.
Η σημαντικότερη ασφαλώς συνέπεια της έφεσης είναι η ανασταλτική της δύναμη, που σημαίνει ότι η καταδικαστική απόφαση δεν εκτελείται έως ότου εκδοθεί απόφαση και σε β’ βαθμό, εφόσον βέβαια ασκηθεί εμπρόθεσμα και παραδεκτά.
Για τις ποινές φυλάκισης έως τα 3 έτη η έφεση έχει αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα, ενώ για μεγαλύτερες ποινές, αποφασίζει το Δικαστήριο.
Η προθεσμία που μπορεί να ασκηθεί έφεση είναι δέκα (10) μέρες, από τη Δίκη, εφόσον ο κατηγορούμενος είναι παρών (η παράσταση με δικηγόρο, εφόσον υπάρχει εξουσιοδότηση, επίσης θεωρεί τον κατηγορούμενο ως «παρών») ή δέκα (10) μέρες από την επίδοση της απόφασης, αν καταδικάστηκε ερήμην (30 μέρες αν μένει στο εξωτερικό ή είναι αγνώστου διαμονής).
Οι άνω περιπτώσεις αφορούν άσκηση έφεσης σε αποφάσεις δικαστηρίων, ωστόσο δικαίωμα έφεσης έχει ο κατηγορούμενος και κατά βουλευμάτων του Συμβουλίου Πλημ/κων, που τον παραπέμπει να δικαστεί για κακούργημα και μόνον για συγκεκριμένους λόγους.